Αιθουσα αναμονης

Αίθουσα αναμονής


από Γιάννη Μαργέτη

Άνοιξε τα μάτια κι ένα εκτυφλωτικά λευκό φως θόλωσε την όραση της. Μόλις οι κόρες των ματιών της προσαρμόστηκαν, συνειδητοποίησε ότι η ένταση του λευκού φωτός, του οποίου οι εστίες βρίσκονταν φυτευμένες στην οροφή, επιτεινόταν εξαιτίας της γενικής λευκότητας, που επικρατούσε. Λευκοί, πάλλευκοι τοίχοι περιέκλειαν το δωμάτιο. Λευκό σαν το γάλα ήταν το πάτωμα, λευκή ήταν και η οροφή. 

Η ίδια ήταν ξαπλωμένη στο πάτωμα, το οποίο ανέδιδε μια ζεστασιά, που δεν είχε αισθανθεί ποτέ ξανά. Ανακάθισε. Κοίταξε τα πόδια της, το σώμα της και τα χέρια της. Ήταν γυμνή! Δεν ένοιωσε καμιά επιθυμία να καλύψει τη γυμνότητα αυτή. Το δέρμα της είχε χάσει την καστανή απόχρωση του και είχε γίνει λευκότερο. Προσπάθησε να χαϊδεύσει τα μαλλιά της, αλλά μαλλιά δεν είχε. Στη νέα αυτή πληροφορία δεν αντέδρασε. Αν η απάθεια μπορεί να θεωρηθεί συναίσθημα, τότε είμαστε σε θέση να πούμε ότι μονάχα απάθεια ένοιωθε. Αλλά, δεν είχε τη δυνατότητα να το συνειδητοποιήσει. 

Στάθηκε στα πόδια της. Με αργές, πολύ αργές κινήσεις του κεφαλιού της κοίταζε την αίθουσα γύρω της. Δεν το έκανε από περιέργεια, εξ άλλου περιέργεια δεν μπορούσε να νοιώσει. Όχι τώρα, όχι αυτή τη στιγμή. Ξαφνικά μπροστά της, στον απέναντι πάλλευκό τοίχο, σχηματίστηκε ή εμφανίστηκε το περίγραμμα ενός όρθιου ορθογωνίου, δύο μέτρων περίπου. Το περίγραμμα έλαμπε σαν φωτοστέφανο. Ήταν φωτοστέφανο. Το κοίταζε δίχως να νοιώσει έκπληξη, περιέργεια ή φόβο. Το φωτεινό περίγραμμα όλο και μεγάλωνε προς τα μέσα, ώσπου κάλυψε ολόκληρη την εσωτερική επιφάνεια του ορθογωνίου. Τώρα, ενώπιον της είχε ένα φωτεινό ορθογώνιο δύο μέτρων, περίπου. Συνέχιζε να το κοιτάζει με απάθεια. 

Ανοιγόκλεισε δυο τρεις φορές τα βλέφαρα της, δίχως να το καταλάβει, όταν μέσα από το φωτεινό παραλληλόγραμμο πέρασε μια παρουσία. Για να είμαστε ακριβείς, δεν πέρασε ακριβώς, αλλά πρώτα αχνοφάνηκε μέσα στο φωτεινό πλαίσιο μια σκιά, η οποία θύμιζε σκιά ανθρώπου και, αφού για μια στιγμή παρέμεινε εκεί, εξαφανίστηκε και εμφανίστηκε μια γυναικεία μορφή δυο τρία μέτρα μπροστά της. 

Ήταν μια νεαρή γυναίκα, νεαρότερη από εκείνη, με χρυσά μακριά μαλλιά, επιδερμίδα λευκή, σαν το λευκό του πάγου και μάτια πράσινα, σαν το πράσινο της θάλασσας. Τα χείλη της ήταν πολύ λεπτά, μόλις που μπορούσε να τα διακρίνει κανείς. Οι δυο γυναίκες είχαν την ίδια σωματική διάπλαση. Μέτριο ύψος, φυσιολογικό βάρος, αν και δεν φαινόταν να έχει και πολύ σημασία. Ήταν κι εκείνη γυμνή! Τα χρυσά μαλλιά σκέπαζαν περίτεχνα τα γυμνά στήθη της. 

Η γυναίκα, η οποία πριν από λίγο ήταν ξαπλωμένη στο πάτωμα, σκέφτηκε να απευθυνθεί στο χρυσόμαλλο κορίτσι. αλλά δεν μπορούσε να ανοίξει τα χείλη της. Δεν μπορούσε καν να μιλήσει. Ένοιωσε ότι δεν είχε καν φωνητικές χορδές. Δεν τρόμαξε, όμως. Όπως δεν τρομάζουν οι νεκροί ή εκείνοι, που δεν έχουν καμιά συναισθηματική δυνατότητα. 

«Καλώς ήρθες στο Ενδιάμεσο Επίπεδο», της είπε μια γλυκειά κοριτσίστικη φωνή, η οποία αντήχησε μέσα στο κεφάλι της. Ήταν η φωνή της χρυσομαλλούσας κοπέλας. 

Η γυναίκα δεν μίλησε. Δεν ήξερε τί να πει. Τότε η κοριτσίστικη φωνή αντήχησε ξανά στη σκέψη της. «Το Ενδιάμεσο Επίπεδο είναι ο χώρος αναμονής για όλους τους ανθρώπους, οι οποίοι βρίσκονται στη δική σου θέση». Η γυναίκα δεν καταλάβαινε τίποτε απ’ όσα της έλεγε το κορίτσι. Δεν ένοιωθε τίποτε, δεν καταλάβαινε τίποτε. 

Το κορίτσι συνέχισε να μιλά μέσα στο μυαλό της. «Ξέρω ότι δεν με καταλαβαίνεις, αλλά τούτο οφείλεται στο ότι βρίσκεσαι μόλις λίγα λεπτά εδώ πέρα και η νοητική σου ικανότητα ακόμη δεν έχει επανέλθει. Αλλά, για αυτό είμαι εδώ, για να σε βοηθήσω». 

Η γυναίκα έκανε να ρωτήσει ή μάλλον να σκεφτεί να ρωτήσει κάτι, αλλά δεν ήξερε τι! Το κορίτσι με την αγγελική μορφή απέναντι της έμοιαζε τώρα να εκπέμπει μια λάμψη υπέροχη και εξωκόσμια ταυτόχρονα. 

Τελικά, συνέχισε από κει που είχε σταματήσει για ένα ανεπαίσθητο χρονικό διάστημα τα λόγια της. «Η κατάσταση σου περιγράφεται ως κατάσταση αναμονής. Είσαι στην περιοχή, όπου χιλιάδες άνθρωποι κάθε δευτερόλεπτο, αν μπορούμε να μιλήσουμε με τέτοιους όρους, καταφθάνουν προκειμένου να αναμείνουν την τελική απόφαση. Την απόφαση αν θα γυρίσουν πίσω ή αν θα συνεχίσουν την πορεία τους». 

Ένα ερώτημα πάλεψε να γεννηθεί ξανά στον νου της γυναίκας, αλλά δεν τα κατάφερε και χάθηκε στην θάλασσα της σιωπής, η οποία βασίλευε στο μυαλό της. 

Το κορίτσι συνέχιζε εντωμεταξύ. «Στην κατάσταση της αναμονής κάθε συναισθηματικό και νοητικό φορτίο αποφορτίζεται, ώστε οι άνθρωποι να μην συνταραχθούν από όσα έχουν προηγηθεί, όσα συμβαίνουν ή όσα θα ακολουθήσουν. Είναι κατάσταση μηδενικού φορτίου» 

«Καταλαβαίνω», κατάφερε να σκεφτεί η γυναίκα. «Το μόνο, όμως, που θυμάμαι ή μάλλον, που γνωρίζω, είναι ότι είμαι άνθρωπος. Μετά επικρατεί κενό». Όντως μονάχα αυτό ήξερε για κείνη. Από την πρώτη στιγμή που ξύπνησε στο λευκό δωμάτιο. 

«Αυτό αρκεί προς το παρόν να γνωρίζεις για σένα», της είπε η αγγελική φωνή και συμπλήρωσε αμέσως, «όταν θα κριθεί το μέλλον σου θα μάθεις και θα θυμηθείς όσα είναι αναγκαία και απαραίτητα. Θα θυμηθείς, όμως, με τέτοιον τρόπο, όπου όλα θα σου φαίνονται σαν όνειρο, σαν οπτασία απαλλαγμένη από κάθε είδους συναισθηματική φόρτιση. Έπειτα είτε θα επιστρέψεις, είτε θα συνεχίσεις. Τα συναισθήματα σου, αλλά και η μνήμη σου θα επιστρέψουν τότε». 

Η γυναίκα που δεν ήξερε τίποτε παρά μονάχα ότι είναι άνθρωπος, αν και δεν ήταν απολύτως βέβαιη, ότι ήξερε ακριβώς τι σήμαινε αυτό, κοιτούσε την χρυσομαλλούσα αγγελική μορφή στα μάτια. Βαθειά στα μάτια. Όσο περνούσαν οι στιγμές, τόσο βυθιζόταν μέσα στα μάτια της. Και τα μάτια εκείνα μετατράπηκαν στη θάλασσα που κολυμπούσε μικρή στις διακοπές της στο νησί και τα χρυσαφένια μαλλιά της μετατράπηκαν στη χρυσή αμμουδιά, πάνω στην οποία έκτιζε κάστρα από άμμο. Και το κάστρο μεταμορφώθηκε κι έγινε το πατρικό της σπίτι στα προάστια με την μεγάλη τσιμεντόστρωτη αυλή με τις λεμονιές. Κάτω από εκείνες χτένιζε τις κούκλες της καθισμένη κατάχαμα μ’ ένα κουρέλι να την χωρίζει μονάχα από το γκρίζο και άψυχο τσιμέντο. 

Και το τσιμέντο της αυλής έγινε το τσιμέντο της πόλης, στην οποία σπούδασε πολύ αργότερα και έζησε τα φοιτητικά της χρόνια, εκεί όπου γνώρισε και τον πρώτο έρωτα στην ολότητα του και όπου τα βράδια στα φοιτητικά στέκια έπινε αλκοόλ και κάπνιζε μόνο για την διάθεση και την παρέα. Και που δεν έδινε σημασία στις λεπτομέρειες και στους τύπους. Όμως, μετά τα χρόνια εκείνα, που κύλησαν και έφυγαν, οι λεπτομέρειες και οι τύποι απέκτησαν σημασία. Όχι μονάχα οι τύποι, αλλά και ο καθωσπρεπισμός και κυριότερα το χρήμα. 

Το χρήμα, για το οποίο συνειδητοποίησε ότι τελικά γίνονταν όλα. Πως το χρήμα δύσκολα το αποκτάς και εύκολα το χάνεις. Όπως εύκολα είχε επιτρέψει να χαθεί ο σημαντικότερος έρωτας της ζωής της από εγωισμό και λάθη. Λάθη που θα ήθελε να διορθώσει καθώς τα θυμόταν τώρα. 

Το ίδιο σκεφτόταν, όταν οδηγούσε επιστρέφοντας από τη δουλειά δευτερόλεπτα προτού να πατήσει τα χυμένα στον δρόμο λιπαντικά αυτοκινήτου, τα οποία την έθεσαν εκτός πορείας με αποτέλεσμα να προσκρούσει στο κιγκλίδωμα της οδού ταχείας κυκλοφορίας που κινείτο… 

Σ’ ένα μονάχα δευτερόλεπτο ξανάζησε τη ζωή της. Μέσα από τα μάτια της αιθέριας ύπαρξης είδε και θυμήθηκε. Τα θυμήθηκε όλα και ένοιωσε να ξυπνά από λήθαργο. Από χειμερία νάρκη. Το δωμάτιο γύρω της ήταν λευκό και το φως σχεδόν εκτυφλωτικό. Μια φωνή ακούστηκε, «Συνέρχεται, συνέρχεται… Φωνάξτε τον γιατρό… Καλώς την… Είσαι πολύ τυχερή, ομορφούλα». Μια νοσοκόμα στεκόταν από πάνω της και της χαμογελούσε. 

Έκλεισε ξανά για λίγο τα μάτια της και άκουσε τη γνώριμη φωνή εκείνης της ξανθιάς οπτασίας να ψιθυρίζει στα αυτιά της. «Πάρθηκε η απόφαση για σένα. Έχεις αγώνα ακόμη εκεί κάτω. Θα τα ξαναπούμε… Κάποτε!» 

Άνοιξε τα μάτια και ο γιατρός στεκόταν από πάνω της. 

* Ο Γιάννης Μαργέτης είναι συγγραφέας της συλλογής διηγημάτων "Παράδοξη Περιπέτεια".
** η εικόνα ανοίγματος του παρόντος άρθρου είναι δημιουργία του jozefmician. ________________________________